- παντοπωλεῖον
- παντο-πωλεῖον, τό, Ort, wo man allerlei verkauft
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παντοπωλείο — το / παντοπωλεῑον, ΝΜΑ [παντοπώλης] νεοελλ. κατάστημα πώλησης κάθε είδους πραγμάτων, ιδίως τροφίμων μσν. αρχ. τόπος όπου πωλούνται διάφορα πράγματα … Dictionary of Greek